- ἐπιφέρεται
- ἐπιφέρωbringpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наносити — НАНО|СИТИ 1 (1*), ШОУ, СИТЬ гл. Принести что л. в несколько приёмов: наносиша воды до избытка. ЖФП XII, 42в. НАНО|СИТИ 2 (26), ШОУ, СИТЬ гл. 1. Наносить, причинять кому л. что л.: ѥще же и раны нанос˫аще ѥмѹ ЖФП XII, 38а; а ѥже преславно дѣла… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
σπαθισμός — ο, ΝΜ [σπαθίζω] χτύπημα που επιφέρεται με σπαθί ή με ξίφος … Dictionary of Greek